Το Ιράν κατηγορείται εδώ και χρόνια από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ ότι αποτελεί πυρηνική απειλή για την παγκόσμια ειρήνη.

Όλες οι αναφορές, ωστόσο, των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών επισημαίνουν πως δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν πως το Ιράν διαθέτει, ή ετοιμάζεται να αποκτήσει πυρηνικά όπλα.

Ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας (IAEA) έχει επιβεβαιώσει, σε έκθεσή του, μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του 2015 (JCPOA), ότι η Τεχεράνη τηρούσε τις δεσμεύσεις της.

Και το National Intelligence Estimate (NIE) των ΗΠΑ δεν εντόπισε καμία ενεργή προσπάθεια στρατιωτικοποίησης του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν μετά το 2003.

Το Ιράν επίσης παραμένει συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων.

Αντίθετα, το Ισραήλ, που ουδέποτε υπέγραψε τη Συνθήκη, διαθέτει πάνω από 80 πυρηνικές κεφαλές, σύμφωνα με διεθνείς εκτιμήσεις, και δεν υφίσταται καμία διεθνή εποπτεία.

Αντί να ελέγχεται, επιβραβεύεται με οικονομική και στρατιωτική βοήθεια δισεκατομμυρίων.

Το Ιράν κατηγορείται επίσης ότι παραβιάζει συστηματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα, καταστέλλοντας τη διαφωνία, φυλακίζοντας δημοσιογράφους, εκτελώντας διαδηλωτές και καταπιέζοντας τις γυναίκες.

Το αυταρχικό καθεστώς των μουλάδων, αν και διαθέτει ισχυρά κοινωνικά ερείσματα, βασίζει τη νομιμοποίησή του στον φόβο και στον θρησκευτικό φανατισμό. Είναι, συνεπώς, βάσιμη η διεθνής κριτική για το εσωτερικό του.

Όμως, σε ό,τι αφορά τον ρόλο του στη Μέση Ανατολή, το αφήγημα περί «χώρας-χορηγού της παγκόσμιας τρομοκρατίας» δεν ευσταθεί.

Η Χεζμπολά και η Χαμάς, τις οποίες υποστηρίζει, δρουν σε εδάφη υπό κατοχή, ή σε συνθήκες στρατιωτικής πολιορκίας από το Ισραήλ. Επιβιώνουν, δηλαδή, πολιτικά εξαιτίας της πολιτικής του Τελ Αβίβ.

Το Ιράν, κοντολογίς, όπως και το Αφγανιστάν των ταλιμπάν, έχει ένα θεοκρατικό καθεστώς, που δεν συνάδει με τις αρχές της φιλελεύθερης δυτικής δημοκρατίας, αλλά δεν ακολουθεί μια στρατηγική παγκόσμιας αποσταθεροποίησης.

Δεν έχει επιτεθεί σε ξένο έδαφος, δεν έχει εξάγει τρομοκρατία στην Ευρώπη, ή στις ΗΠΑ.

Το Ισραήλ, αντιθέτως, παραμένει επιθετικό, απειλώντας την παγκόσμια ειρήνη στο όνομα δήθεν της δικής του ασφάλειας.

Μόνον το τελευταίο διάστημα -για να μην αναφερθώ στο παρελθόν- έχει επιτεθεί σε τρεις χώρες (Λίβανος, Συρία, Ιράν) και εφαρμόζει μια χρόνια πολιτική εποικισμού, πολέμου και κατοχής, με αποκορύφωμα την γενοκτονική επίθεση κατά της Γάζας, για την οποία παραπέμφθηκε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Και ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου, παρότι καταζητούμενος πλέον για εγκλήματα πολέμου, υπό το διάφορο βλέμμα της Δύσης, εξακολουθεί να χρησιμοποιεί την πείνα ως όπλο εξόντωσης ενός λαού και οι ισραηλινές δυνάμεις να δολοφονούν εν ψυχρώ ανθρώπους που λιμοκτονούν, που αναζητούν ανάμεσα σε ερείπια ένα κομμάτι ψωμί.

Πέραν τούτου, το Ισραήλ θέλει να παρουσιάζεται ως η μόνη δημοκρατία στη Μέση Ανατολή. Πρόκειται, όμως, για μια βαθιά στρατοκρατούμενη και θεοκρατικά επηρεασμένη κοινωνία.

Η εξουσία βρίσκεται στα χέρια ακροδεξιών εθνικιστών και υπερορθόδοξων Εβραίων, που χαίρουν προνομίων και διαμορφώνουν την πολιτική ατζέντα με όρους μίσους, αποκλεισμού και επεκτατισμού.

Οι Παλαιστίνιοι, ακόμη και πολίτες του Ισραήλ, αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Η κοινωνία είναι εμποτισμένη από την κουλτούρα του στρατού, με την υποχρεωτική θητεία να λειτουργεί ως εργαλείο ιδεολογικής διαμόρφωσης.

Οι διαφωνούντες στο Ισραήλ στιγματίζονται ή διώκονται, οι φωνές υπέρ της ειρήνης φιμώνονται. ενώ στη Γάζα δημοσιογράφοι δολοφονούνται, και τηλεοπτικοί σταθμοί βομβαρδίζονται. Ο έλεγχος στο πεδίο της ενημέρωσης είναι ασφυκτικός.

Ενδεικτικό είναι ότι η πλειοψηφία της ισραηλινής κοινής γνώμης είτε δεν γνωρίζει ότι χιλιάδες παιδιά δολοφονούνται στη Γάζα, είτε θεωρεί απόλυτα δικαιολογημένη τη στάση του ισραηλινού στρατού.

Κι όμως για την πολιτισμένη Δύση, το «πρόβλημα» είναι μόνον το Ιράν.

Η κυβέρνηση Τραμπ υπήρξε η επιτομή αυτής της υποκρισίας.

Το 2018 αποχώρησε μονομερώς από τη συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αν και η Τεχεράνη τηρούσε τις υποχρεώσεις της.

Η αποχώρηση από τη JCPOA δεν ήταν θέμα ασφάλειας.

Ήταν πολιτική κίνηση προσαρμοσμένη στα συμφέροντα του Ισραήλ και την ιδεολογική εμμονή των νεοσυντηρητικών και του πανίσχυρου εβραϊκού λόμπι AIPAC στις ΗΠΑ.

Ο ίδιος ο Νετανιάχου, με τις θεαματικές αλλά κενές «αποκαλύψεις» του σε τηλεοπτικά στούντιο, προσπαθούσε να τεκμηριώσει το ανύπαρκτο.

Κι όμως, η Ουάσινγκτον υιοθέτησε την ισραηλινή προπαγάνδα ως βάση στρατηγικής. Η αποσταθεροποίηση που ακολούθησε, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του ιρανού στρατηγού Κασέμ Σολεϊμανί στο Ιράκ, έφερε την περιοχή στα πρόθυρα ευρείας σύρραξης.

Το ίδιο γίνεται και τώρα με τους βομβαρδισμούς εναντίον του Ιράν τη στιγμή που θα ξεκινούσε νέος γύρος διαπραγματεύσεων για τον έλεγχο του πυρηνικού του προγράμματος.

Το εβραϊκό λόμπι και το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα υπερίσχυσαν των υποστηρικτών του MAGA.

Ο Χαμενεϊ δεν είχε, ούτε έχει αντίρρηση να συζητηθεί το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αρκεί να σταματήσουν οι επιθέσεις. Ο Τραμπ, όμως, όπως και ο Νετανιάχου έχουν. Θέλουν να εξοντώσουν τον αντίπαλο, να τον υποτάξουν πλήρως.

Ας μη γελιόμαστε.

Πίσω από το πρόσχημα της «πυρηνικής απειλής» κρύβεται κάτι βαθύτερο: το διαχρονικό σχέδιο ελέγχου της Μέσης Ανατολής.

Όποια χώρα δεν υποτάσσεται, είτε λέγεται Ιράν, Παλαιστίνη, Συρία, είτε Ιράκ, Λιβύη, Σουδάν στο παρελθόν, πρέπει να συκοφαντηθεί, να απομονωθεί, να τιμωρηθεί.

Και όποιος τολμά να υπερασπιστεί το Διεθνές Δίκαιο, την εθνική κυριαρχία, ή την αξιοπρέπεια αυτών των λαών, κατηγορείται ως «συμπαθών των μουλάδων», της «τρομοκρατίας», ή «αντισημίτης».

Εδώ αναδεικνύεται και η βαθιά συνενοχή της Ευρώπης.

Μιας Ευρώπης που στα λόγια υπερασπίζεται το Διεθνές Δίκαιο, αλλά στην πράξη υποκλίνεται στους ισχυρούς. Εκφράζει απλώς την ανησυχία της και ζητά αυτοσυγκράτηση.

Οι ευρωπαίοι ηγέτες, οι δήθεν υπέρμαχοι των αρχών του Διαφωτισμού, που δεν έχουν, όμως, αποβάλει τον μανδύα της αποικιοκρατίας, ψελλίζουν τα αυτονόητα.

Η Ε.Ε. ούτε αντέδρασε στην αποχώρηση Τραμπ από τη συμφωνία με το Ιράν, ούτε έχει το θάρρος να επιβάλει κυρώσεις στο Ισραήλ για τα εγκλήματα πολέμου στη Γάζα. Προτιμάει να κλείνει τα μάτια μπροστά στα ερείπια, αρκεί να διασφαλίζει τα οικονομικά συμφέροντα και να μην προκαλεί την Ουάσινγκτον και το Τελ Αβίβ.

Πρώτη δε όλων η Ελλάδα του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος, με τους εναγκαλισμούς του μ΄ ένα κατηγορούμενο για εγκλήματα πολέμου και τις λανθασμένες επιλογές του στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, οδηγεί τη χώρα σε επικίνδυνες ατραπούς.

Την ίδια στιγμή, μια μερίδα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης από φόβο, ή από άγνοια, παραδίδεται στη λογική της ισλαμοφοβίας.

Όταν κάποιος υψώνει τη φωνή του υπέρ της Παλαιστίνης, ή καταγγέλλει τον εμπρηστικό ρόλο του Ισραήλ και των ΗΠΑ, η ερώτηση πέφτει σαν ποινικό κατηγορητήριο: «Δηλαδή εσύ είσαι με τους μουλάδες;».

Σαν να μην υπάρχει χώρος για πολιτική ανάλυση, για ιστορική κρίση, για τον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και των αποφάσεων του ΟΗΕ.

Όλα εκφυλίζονται σε μια νεοαποικιακή καρικατούρα όπου «η Δύση έχει πάντα δίκιο» και «οι Άραβες, οι Ανατολίτες, οι αλλόθρησκοι είναι οι κακοί».

Αυτός ο απλοϊκός και πολιτικά επικίνδυνος μανιχαϊσμός λειτουργεί υπέρ των πραγματικών φονταμενταλιστών: όχι των «μουλάδων», αλλά των νεο-σταυροφόρων που βλέπουν τον κόσμο σαν σκακιέρα ισχύος.

Όμως η ιστορία έχει αποδείξει ότι η αλήθεια δεν υπακούει σε τηλεοπτικά συνθήματα. Το Ιράν δεν είναι άμοιρο ευθυνών, αλλά δεν ξεκίνησε τον πόλεμο, δεν αποικίζει ξένα εδάφη, δεν βομβαρδίζει παιδιά.

Το Ισραήλ, με τη στήριξη των ΗΠΑ και την ανοχή της Ευρώπης, έχει επιλέξει να μετατραπεί από κράτος-θύμα του Ολοκαυτώματος σε κράτος-θύτη μιας μακρόσυρτης εθνοκάθαρσης.

Και όσοι το επισημαίνουν, δεν είναι ούτε φίλοι των μουλάδων ούτε εχθροί των Εβραίων. Είναι απλώς άνθρωποι που επιμένουν να βλέπουν τον κόσμο με μάτια ανοικτά και συνείδηση άγρυπνη.

Η πολιτική του Τραμπ, του Νετανιάχου και των ευρωπαίων παθητικών συνοδοιπόρων τους δεν προστατεύει την ειρήνη. Δεν εγγυάται τη σταθερότητα. Τροφοδοτεί το χάος.

Όταν το Ιράν κατηγορείται χωρίς αποδείξεις και το Ισραήλ απολαμβάνει ασυλία με πυρηνικά, εγκλήματα πολέμου και γενοκτονία, ο κόσμος οδηγείται στον πόλεμο, πιθανότατα σ΄ ένα Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Και όσο ο υπόλοιπος κόσμος σιωπά, ή συγχέει την κριτική με την υποταγή στους «μουλάδες», το αίμα θα συνεχίσει να κυλάει.

Η ιστορία δεν συγχωρεί εύκολα την επιλεκτική ηθική.

Ούτε τις πολιτικές που μετατρέπουν το Διεθνές Δίκαιο σε όργανο ισχύος και τις γενοκτονίες σε «δικαίωμα στην αυτοάμυνα».

Ίσως έφτασε η ώρα η παγκόσμια κοινότητα να ξυπνήσει από την αυταπάτη.

Να δει κατάματα το ποιος είναι πραγματικά ο θύτης και ποιος το θύμα.

Να καταγγείλει τα δύο μέτρα και δύο σταθμά.

Να απαιτήσει πραγματική ειρήνη και ισότητα απέναντι στο Διεθνές Δίκαιο.

Να ξαναορίσει ποιοι είναι οι πραγματικοί φονταμενταλιστές αυτού του κόσμου: εκείνοι που κυβερνούν με τον τρόμο, τις βόμβες και την απειλή πυρηνικού ολέθρου.

Γιατί όσο η πολιτική παραμένει όμηρος του Τραμπισμού και του Νετανιαχικού μιλιταρισμού, ο κόσμος θα σέρνεται όλο και πιο κοντά στον γκρεμό του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου.

*Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και παραγωγός ντοκιμαντέρ, διδάκτωρ του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και συγγραφέας του βιβλίου «Η Αλήθεια βομβαρδίζεται. Τα ΜΜΕ και ο Πόλεμος με το βλέμμα ενός πολεμικού ανταποκριτή. Από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα», εκδ. Παπαζήση.


tvxs.gr