Η διάλυση του ΕΣΥ σε 10+5 χρόνια
Η νέα μελέτη του ΚΕΠΥ και του ΕΤΕΡΟΝ δείχνει με συγκεκριμένους αριθμούς -ποσά και χρονολογίες- πώς αποψιλώθηκε το δημόσιο σύστημα υγείας σε δύο φάσεις, από το 2009 ώς το 2019 λόγω των αλλεπάλληλων κρίσεων και από το 2019 ώς το 2024 λόγω της... κρίσης Μητσοτάκη ● Ακόμα και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όλως παραδόξως, συνεχίστηκαν η απαξίωση και η εγκατάλειψη ● Πού πηγαίνουν οι πόροι που «ψαλιδίζονται» από το ΕΣΥ.
Σοκ και δέος προκαλούν τα στοιχεία για τα βαθιά σημάδια ρηγμάτωσης του Εθνικού Συστήματος Υγείας που αποκαλύπτει νέα μελέτη του Κέντρου Ερευνας και Εκπαίδευσης στη Δημόσια Υγεία, την Πολιτική Υγείας και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΚΕΠΥ) με τη στήριξη του ΕΤΕΡΟΝ, την ώρα που η κυβέρνηση πανηγυρίζει για το καλύτερο ΕΣΥ της τελευταίας 40ετίας.
Η έρευνα με τίτλο «Το ΕΣΥ σε οριακό σημείο αντοχής: μια διαχρονική αποτίμηση της απόδοσής του στον απόηχο της οικονομικής και πανδημικής κρίσης (2009-24)» αποτυπώνει ένα συρρικνωμένο και απαξιωμένο ΕΣΥ, αποτέλεσμα δύο διαδοχικών κρίσεων -της οικονομικής και της πανδημικής- και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών διαχείρισης αυτών των κρίσεων. Το διάστημα 2009-2024 που εξετάζει η μελέτη η δημόσια χρηματοδότηση του ΕΣΥ ελαττώθηκε. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας η αυξημένη δημόσια δαπάνη υγείας δεν επενδύθηκε στο ΕΣΥ, με το παραπανίσιο χρήμα να χρησιμοποιείται για την αγορά υπηρεσιών από τον ιδιωτικό τομέα. Την ίδια ώρα το μόνιμο ιατρικό προσωπικό τόσο των νοσοκομείων όσο και της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) μειώθηκε. Τα χειρουργεία ακόμα και το 2024 δεν μπορούν να επανέλθουν στα προ πανδημίας επίπεδα. Δηλαδή 5 χρόνια μετά το σοκ της πανδημίας το ΕΣΥ δεν μπορεί να αναταχθεί. Ούτε οι επισκέψεις στην ΠΦΥ έχουν ανακτηθεί.
Οι ανικανοποίητες ανάγκες υγείας του πληθυσμού είναι αντίστοιχες σήμερα με την περίοδο κορύφωσης της οικονομικής κρίσης της χώρας, το 2014, με 1 στους 8 (13%) να δηλώνει ότι δεν μπόρεσε να επισκεφθεί γιατρό. Οι ανικανοποίητες ανάγκες του φτωχού πληθυσμού είναι τριπλάσιες - 1 στους 6 (17,5%) σε σχέση με τα πλουσιότερα εισοδηματικά στρώματα. Την ίδια ώρα μέσα στην πανδημία το 10% των νοικοκυριών (460.000 νοικοκυριά - πληθυσμός αντίστοιχος με αυτόν της Ηπείρου και της Θεσσαλίας μαζί ή των νησιών του Αιγαίου) δήλωνε καταστροφικές δαπάνες υγείας, δηλαδή δαπάνες που τον οδηγούσαν σε χρεοκοπία.
Τα στοιχεία των επίσημων φορέων του κράτους που επεξεργάστηκε η ερευνητική ομάδα του ΚΕΠΥ, με επικεφαλής τον Ηλία Κονδύλη, αναπληρωτή καθηγητή Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας - Πολιτικής Υγείας του Τμήματος Ιατρικής του ΑΠΘ, και τον Αλέξη Μπένο, ομότιμο καθηγητή Υγιεινής, Κοινωνικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, του Τμήματος Ιατρικής του ΑΠΘ, και τις συνεργάτριές τους (Ν. Παλάντζα, Ζ. Παρχαρίδη, Ο. Κουτσοτόλη, Ε. Μπουλιτσάκη), δείχνουν ότι για να «συνέλθει» το ΕΣΥ και να επανέλθει στα επίπεδα του 2009 χρειάζεται να επενδύονται στα νοσοκομεία του 2 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως και να προσληφθούν 30.000 υγειονομικοί.
Η ανάταξη του ΕΣΥ σύμφωνα με τη μελέτη προσκρούσει σε τρία βασικά εμπόδια: την πολεμική οικονομία, τους δημοσιονομικούς περιορισμούς που ασκεί η Ευρωπαϊκή Ενωση και προάγουν την εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση του ευαίσθητου χώρου της Υγείας και τον ιδιωτικό κερδοσκοπικό τομέα, ο οποίος είναι κρατικοδίαιτος και θέλει ένα ΕΣΥ συρρικνωμένο ώστε να μπορεί να αναπτύξει τα συμφέροντά του.
Η διάλυση
«Ως αθροιστικό αποτέλεσμα των διαδοχικών κρίσεων και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών διαχείρισής τους είτε υπό δημοσιονομική επέκταση είτε υπό δημοσιονομικό περιορισμό, το 2024 η δημόσια δαπάνη υγείας στην Ελλάδα και η συνολική χρηματοδότηση των νοσοκομείων του ΕΣΥ παρέμεναν κατά 37,7% και κατά 38% αντίστοιχα μικρότερες σε σχέση με τα προ κρίσεων επίπεδα του 2009», σύμφωνα με τη μελέτη του ΚΕΠΥ. Υπολογίζεται μάλιστα ότι «από το 2009 έως και το 2024 η αθροιστική απώλεια μόνο της δημόσιας χρηματοδότησης προς τα νοσοκομεία του ΕΣΥ αγγίζει το αστρονομικό ποσό των 38 δισ.€». Το 2024 επίσης «το ΕΣΥ εξακολουθούσε να διαθέτει 12,9% λιγότερα νοσοκομεία, 14,6% λιγότερες νοσοκομειακές κλίνες και 9,6% λιγότερο νοσοκομειακό προσωπικό σε σχέση με τα προ κρίσεων επίπεδα του 2009, ενώ 11,7% του υπηρετούντος προσωπικού στα νοσοκομεία του ΕΣΥ το 2024 εξακολουθούσε να εργάζεται ως επικουρικό προσωπικό με συμβάσεις ορισμένου χρόνου».
«Η παρατηρούμενη ''φυγή'' ιατρικού προσωπικού από τις δομές ΠΦΥ του ΕΣΥ, η συνεχιζόμενη μείωση του μόνιμου προσωπικού στα νοσοκομεία του ΕΣΥ αλλά και η αδυναμία συνολικά του ΕΣΥ (νοσοκομεία και πρωτοβάθμιες δομές) να ανακάμψει ακόμη και στα προ πανδημίας επίπεδα νοσηλευτικής του κίνησης (χειρουργεία, επισκέψεις) αποτελούν ισχυρές ενδείξεις ότι το ΕΣΥ έχει ξεπεράσει τα όρια αντοχής του (breaking point), παρουσιάζοντας συμπτώματα ρηγμάτωσης ανάλογα με αυτά τα οποία αναφέρονται σε άλλα συστήματα υγείας διεθνώς, τα οποία έχουν υποστεί και αυτά με τη σειρά τους το βάρος των διαδοχικών κρίσεων και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών απάντησης σε αυτές», συμπεραίνει η μελέτη.
Τέλος, καταλήγουν οι συγγραφείς, «τα ανθεκτικά υψηλά ποσοστά κατά τη μετα-πανδημική περίοδο στην Ελλάδα του πληθυσμού που αναφέρει ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες και των νοικοκυριών που αντιμετωπίζουν καταστροφικές δαπάνες υγείας υποδηλώνουν τις σοβαρότατες συνέπειες που έχει η ρηγμάτωση του ΕΣΥ στην πρόσβαση σε φροντίδα υγείας και στην οικονομική προστασία από τις ασθένειες του ελληνικού πληθυσμού».
2019-2024
Την περίοδο 2019-24, «παρότι η δημόσια δαπάνη υγείας σε σταθερές/αποπληθωρισμένες τιμές αυξήθηκε κατά 9,7%, η συνολική χρηματοδότηση των νοσοκομείων του ΕΣΥ μειώθηκε κατά 2,6%, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι η πρόσθετη δημόσια δαπάνη υγείας κατευθύνθηκε κύρια προς την αγορά υπηρεσιών από τον ιδιωτικό κερδοσκοπικό τομέα υγείας και όχι προς ενίσχυση του ΕΣΥ».
Την ίδια περίοδο «παρότι το συνολικό υγειονομικό προσωπικό στα νοσοκομεία του ΕΣΥ αυξήθηκε κατά 9%, το μόνιμο προσωπικό στα νοσοκομεία του ΕΣΥ μειώθηκε κατά 0,5%, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι οι πρόσθετες προσλήψεις πραγματοποιήθηκαν με αποκλειστικό κριτήριο τη βραχυπρόθεσμη κάλυψη επειγουσών αναγκών με επικουρικό προσωπικό με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και όχι με κριτήριο τη μακροπρόθεσμη και βιώσιμη ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού στα νοσοκομεία του ΕΣΥ». Μείωση σημειώθηκε και στο υγειονομικό προσωπικό στις δομές Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του ΕΣΥ την ίδια χρονική περίοδο κατά 3,1%, εξαιτίας της μείωσης κατά 9,8% των γιατρών που υπηρετούν σε αυτές τις δομές.
Την περίοδο της πανδημίας, αλλά και μετά από αυτήν -καταδεικνύει η μελέτη- το ΕΣΥ παρουσίασε σημαντική κάμψη της νοσηλευτικής του κίνησης και των παρεχόμενων υπηρεσιών. Την περίοδο 2019-23, κατά τη διάρκεια δηλαδή της πανδημίας, πραγματοποιήθηκαν αθροιστικά 843.097 λιγότερες νοσηλείες και 355.797 λιγότερες χειρουργικές επεμβάσεις στα νοσοκομεία του ΕΣΥ καθώς και 9,7 εκατ. λιγότερες επισκέψεις στις δομές ΠΦΥ του ΕΣΥ σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα. Ακόμη και το 2024, έναν χρόνο μετά το τέλος της πανδημίας και 5 χρόνια από την έναρξή της, οι χειρουργικές επεμβάσεις στα νοσοκομεία του ΕΣΥ και οι επισκέψεις στις δομές ΠΦΥ του ΕΣΥ παρέμεναν αντίστοιχα κατά 1,9% και 16,6% μειωμένες σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα του 2019.
Η δε «μετατροπή του ΕΣΥ σε σύστημα υγείας μίας νόσου και η μη ενδυνάμωσή του κατά την περίοδο της πανδημικής κρίσης, σε συνδυασμό προφανώς με τις ιδιαίτερες συνθήκες της πανδημίας (φόβος ή αδυναμία προσέλευσης στις υπηρεσίες υγείας) αλλά και τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών λόγω της τρέχουσας πληθωριστικής κρίσης, οδήγησαν την περίοδο 2019-24 στην αύξηση κατά 48,4% του πληθυσμού ο οποίος ανέφερε ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες και κατά 20,0% των νοικοκυριών τα οποία αντιμετώπιζαν καταστροφικές δαπάνες υγείας».
2009-2019
Την περίοδο 2009-19 «η δημόσια δαπάνη υγείας στην Ελλάδα σε σταθερές/αποπληθωρισμένες τιμές ελαττώθηκε κατά 43,3%, συμπαρασύροντας και τη συνολική χρηματοδότηση των νοσοκομείων του ΕΣΥ, η οποία ελαττώθηκε κατά 36,3% κατά την ίδια χρονική περίοδο». Το ίδιο χρονικό διάστημα το ΕΣΥ απώλεσε το 13,6% των νοσοκομείων του μέσω κλεισίματος ή συγχωνεύσεών τους και το 23,5% των νοσοκομειακών του κλινών. Το υγειονομικό προσωπικό στα νοσοκομεία του ΕΣΥ την ίδια χρονική περίοδο ελαττώθηκε κατά 12,9% ενώ το υγειονομικό προσωπικό στα Κέντρα Υγείας του ΕΣΥ ελαττώθηκε κατά 11,2%.
«Η δραματική αυτή συρρίκνωση του ΕΣΥ κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό προφανώς με τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και την απώλεια ή συρρίκνωση των κοινωνικοασφαλιστικών καλύψεων υγείας, οδήγησε την περίοδο 2009-19 στην αύξηση κατά 28,2% του πληθυσμού ο οποίος ανέφερε ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες (σοβαρή δηλαδή διατάραξη της πρόσβασής του σε υπηρεσίες υγείας) και κατά 4,1% των νοικοκυριών τα οποία αντιμετώπιζαν καταστροφικές δαπάνες υγείας (πλημμελή δηλαδή οικονομική προστασία σε περιπτώσεις ασθένειας και αυξημένο κίνδυνο φτωχοποίησης λόγω ίδιων ιατρικών εξόδων)», υπογραμμίζει η μελέτη του ΚΕΠΥ.
H συντριπτική συρρίκνωση του ΕΣΥ συνέβη κατά την πρώτη φάση της οικονομικής κρίσης (2009-15), ενώ κατά τη δεύτερη φάση της οικονομικής κρίσης (2015-19) παρατηρήθηκε σε όλους τους υπό εξέταση δείκτες σχετική βελτίωση της απόδοσής του, χωρίς όμως αυτό φυσικά να επανέρχεται στα προ κρίσης επίπεδα, επισημαίνεται. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το υγειονομικό προσωπικό των νοσοκομείων του ΕΣΥ ελαττώθηκε κατά 20,1% μεταξύ 2009-15, αυξήθηκε κατά 9,1% μεταξύ 2015-19, παρουσιάζοντας τελικά μια αθροιστική μείωση 12,9% μεταξύ 2009-19 όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Ομοίως ο πληθυσμός ο οποίος ανέφερε ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες αυξήθηκε κατά 98,6% μεταξύ 2009-15, ελαττώθηκε κατά 35,5% μεταξύ 2015-19, παρουσιάζοντας τελικά μια αθροιστική αύξηση 28,2% μεταξύ 2009-19.
«Η ανάταξη του ΕΣΥ προσκρούει σε μια σειρά εμποδίων, με κυριότερο την πολεμική οικονομία»
Συνέντευξη:
Ηλίας Κονδύλης, αναπληρωτής καθηγητής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας - Πολιτικής Υγείας, Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ,
Αλέξης Μπένος, ομότιμος καθηγητής Υγιεινής, Κοινωνικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ
● Ποιο από τα συμπεράσματα της μελέτης σας ξεχωρίζετε και γιατί;
Ηλίας Κονδύλης: Το πιο θορυβώδες εύρημα της μελέτης είναι η υποχρηματοδότηση του ΕΣΥ ακόμη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η δημόσια χρηματοδότηση των νοσοκομείων του ΕΣΥ, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας διέθεσε η ΕΛΣΤΑΤ, μειώθηκε κατά 2,6% κατά τη διάρκεια της πανδημίας παρά την αύξηση της συνολικής δημόσιας δαπάνης υγείας κατά την ίδια χρονική περίοδο. Οπερ σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας, σε συνθήκες δημοσιονομικής χαλάρωσης, αντί η κυβέρνηση να αξιοποιήσει το δημοσιονομικό αυτό παράθυρο για την ενδυνάμωση του ΕΣΥ, ανακατεύθυνε δημόσιους πόρους για την αγορά υπηρεσιών υγείας από τον ιδιωτικό κερδοσκοπικό τομέα, διαγνωστικά κέντρα δηλαδή και κλινικές. Το αποτέλεσμα είναι ότι το ΕΣΥ τουλάχιστον για 14 χρόνια λειτουργεί σε συνθήκες λιτότητας, με τη σωρευτική απώλεια δημόσιας χρηματοδότησής του την περίοδο 2009-23 να ξεπερνά το αστρονομικό ποσό των 37 δισ. Η μελέτη δηλαδή αποτυπώνει μια χρόνια, από διαδοχικές κυβερνήσεις, και επιδεινούμενη αποεπένδυση από το δημόσιο σύστημα υγείας, αποεπένδυση το μέγεθος της οποίας εξέπληξε ακόμη και εμάς που χρόνια παρακολουθούμε τα σχετικά μεγέθη.
● Η κυβέρνηση επιμένει καθημερινά ότι στο ΕΣΥ είναι όλα καλώς καμωμένα. Τι δείχνουν τα ευρήματα της έρευνάς σας;
Αλέξης Μπένος: Τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν ότι κατά τη μετα-πανδημική περίοδο το ΕΣΥ εμφανίζει σοβαρά σημάδια ρηγμάτωσης/breaking points, ως αποτέλεσμα δύο διαδοχικών κρίσεων -της οικονομικής δηλαδή και της πανδημικής- και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών διαχείρισης αυτών των κρίσεων. Το μόνιμο προσωπικό στα νοσοκομεία του ΕΣΥ συνεχίζει ακόμη και το 2024 να ελαττώνεται, στα Κέντρα Υγείας του ΕΣΥ παρατηρείται φυγή ιατρικού προσωπικού, οι χειρουργικές επεμβάσεις στα νοσοκομεία του ΕΣΥ το 2024 -5 χρόνια μετά την έναρξη της πανδημίας- αδυνατούν να επανέλθουν στα προ πανδημίας επίπεδα, το 2024, μεταπανδημικά, οι ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες του πληθυσμού είναι σε επίπεδα αντίστοιχα του 2014-15, αντίστοιχα δηλαδή με εκείνα κατά την κορύφωση της οικονομικής κρίσης. Τα ευρήματα αυτά είναι πάρα πολύ ανησυχητικά, κυριολεκτικά στον αντίποδα της ωραιοποιημένης εικόνας που επιχειρούν να καλλιεργήσουν το υπουργείο Υγείας και η κυβέρνηση για το δημόσιο σύστημα υγείας στη χώρα μας.
● Οι νοσοκομειακοί γιατροί διαμαρτύρονται ότι το ΕΣΥ έχει τεράστιες ελλείψεις, συμφωνείτε; Επιβεβαιώνονται ή διαψεύδονται από τη μελέτη σας;
Ηλίας Κονδύλης: Οπως σωστά επισήμανε ο κ. Μπένος, υπάρχει μια αντίφαση στα τρέχοντα δημόσια αφηγήματα για την κατάσταση του ΕΣΥ. Οι μεν νοσοκομειακοί γιατροί περιγράφουν μια συνθήκη εγκατάλειψης-αποδυνάμωσης του ΕΣΥ, το δε υπουργείο με συνεχή εγκαίνια ανακαινισμένων ΤΕΠ περιγράφει μια εικόνα αναγέννησής του. Τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην έκθεση του ΚΕΠΥ-ΕΤΕΡΟΝ δυστυχώς επιβεβαιώνουν τους πρώτους. Το 2024 το υγειονομικό προσωπικό στα νοσοκομεία του ΕΣΥ ήταν κατά 10% λιγότερο σε σχέση με τα προ κρίσεων, προ 2009 επίπεδα. Αν επίσης αναλογιστεί κανείς ότι το 11,7% του υπηρετούντος προσωπικού στο ΕΣΥ το 2024 ήταν επικουρικό προσωπικό με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μπορεί εύκολα να συνειδητοποιήσει ότι η σύγκριση της στελέχωσης του σήμερα με τα προ κρίσεων επίπεδα είναι ακόμη πιο δυσμενής.
● Οι άρρωστοι πληρώνουν κάθε χρόνο και περισσότερα από την τσέπη τους, ενώ ήδη έχουν πληρώσει δύο και τρεις φορές για την υγεία τους μέσα από τη φορολογία. Τι διαπιστώνει η έρευνά σας για το κόστος της υγείας;
Αλέξης Μπένος: Η έρευνα αποτυπώνει την έκρηξη των ανικανοποίητων ιατρικών αναγκών τόσο κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης όσο και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά -το σοβαρότερο- και μετά το πέρας αυτής. Το 2024 το 13% του πληθυσμού –1 στους 8 ενήλικες πολίτες δηλαδή– δήλωνε ότι το τελευταίο έτος χρειάστηκε να επισκεφθεί γιατρό αλλά δεν το κατάφερε είτε λόγω κόστους είτε λόγω λίστας αναμονής. Στις δε χαμηλές εισοδηματικές τάξεις, το αντίστοιχο ποσοστό ξεπερνά το 17%, 1 στους 6 δηλαδή φτωχότερους πολίτες. Τα επίπεδα ανικανοποίητων ιατρικών αναγκών στη χώρα μας καθώς και τα επίπεδα των καταστροφικών δαπανών υγείας είναι κοινωνικά και ιατρικά μη αποδεκτά και αποτυπώνουν τις καταστροφικές επιπτώσεις που έχει η χρόνια υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση του ΕΣΥ στον πληθυσμό.
● Πού θα βρίσκεται το ΕΣΥ και η Υγεία μας μετά από μια δεκαετία; Ποιες είναι οι προτάσεις σας για τον ευαίσθητο χώρο της Υγείας;
Ηλίας Κονδύλης και Αλέξης Μπένος: Τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν ότι το ΕΣΥ βρίσκεται σε σημείο θραύσης, χρήζει δηλαδή άμεσης ανάταξης με όλους τους αναγκαίους χρηματοδοτικούς και υλικούς πόρους, με όλο το αναγκαίο ανθρώπινο δυναμικό. Στις συστάσεις της μελέτης έχουμε διατυπώσει συγκεκριμένα παραδείγματα για το πώς μπορεί να επιτευχθεί η ανάταξη αυτή. Αυτό που μας ανησυχεί περισσότερο από όλα είναι το γεγονός ότι η ανάταξη του ΕΣΥ προσκρούει σε μια σειρά εμποδίων, με κυριότερα την πολεμική οικονομία -η οποία ανακατευθύνει δημόσιους πόρους από την Υγεία στην πολεμική βιομηχανία- και τον ρόλο των ιδιωτικών συμφερόντων στον κλάδο της Υγείας, τα οποία με τη σειρά τους διεκδικούν ανταγωνιστικά προς το ΕΣΥ δημόσιους πόρους. Αν ως κοινωνία προτεραιοποιούμε την Υγεία ως ανώτατο κοινωνικό αγαθό και δικαίωμα, η υπέρβαση αυτών των εμποδίων και η ανάταξη του ΕΣΥ είναι εφικτές, αρκεί η πλειοψηφία των πολλών να διεκδικήσει τα συμφέροντά της εις βάρος των συμφερόντων των λίγων.


Δεν υπάρχουν σχόλια