Ευρώπη vs Ρωσία / Πόλεμος λέξεων ή πόλεμος προ των πυλών;
Με μια οικονομία που δοκιμάζεται σκληρά από τον παρατεταμένο πόλεμο -όπως θα συνέβαινε με οποιαδήποτε οικονομία εμπόλεμης χώρας-, που όμως έχει αποφύγει μέχρι στιγμής την κατάρρευση χάρη στη γενναία ξένη στήριξη, ειδικά των Ευρωπαίων, με την προοπτική μιας άμεσης ειρήνευσης να μην διακρίνεται ακόμη στον ορίζοντα, οι τελευταίες ανακοινώσεις του Κιέβου για τις προθέσεις του να αγοράσει μεγάλες ποσότητες δυτικών όπλων εντείνουν την αίσθηση ότι τα πράγματα θα χειροτερέψουν πριν καλυτερέψουν.
Η αιτία δεν είναι άλλη από την ιδέα να χρησιμοποιηθούν τα παγωμένα στην Ευρώπη ρωσικά περιουσιακά στοιχεία για να χρηματοδοτηθούν οι αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού του Κιέβου. Δηλαδή η Ρωσία θα «πληρώσει» για την άμυνα του εχθρού της. Είναι το σχέδιο που η Ευρώπη αντιμετώπιζε μέχρι πρότινος ως ταμπού δεδομένης της ρωσικής οργής προς αυτό, και ενδεχομένως πιθανών απρόβλεπτων αντιδράσεων του Κρεμλίνου, αλλά τώρα το ξεδιπλώνει φανερά πάνω στο τραπέζι. Διότι έχει εκνευριστεί με τους σχεδιασμούς του Τραμπ για μια ειρήνη με παραχωρήσεις που κάνουν ουσιαστικά «μπαϊπάς» τη σκληρή ευρωπαϊκή γραμμή της μηδενικής ανοχής προς τις ρωσικές εδαφικές διεκδικήσεις. Όσο περνάει ο καιρός, το παζλ γίνεται δυσκολότερο.
Διπλό παιχνίδι
Στις 17 Νοεμβρίου το Κίεβο ανακοίνωσε τα σχέδιά του για την αγορά έως και 100 μαχητικών αεροσκαφών Rafale γαλλικής κατασκευής μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια. Μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα η ουκρανική κυβέρνηση είχε αποκαλύψει μια παρόμοια συμφωνία για την αγορά έως και 150 σουηδικών μαχητικών Gripen. Πέρα από τα τυπικά, αυτές οι ανακοινώσεις είχαν συγκεκριμένη στόχευση: Η Ουκρανία καθιστούσε σαφές στους συμμάχους της στην Ευρωπαϊκή Ένωση ότι θα αξιοποιήσει με τον «ενδεδειγμένο τρόπο» τα λιμνάζοντα αποθεματικά της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας αν οι Βρυξέλλες αποφασίσουν τελικά να τα κατάσχουν και να τα μεταφέρουν στα ταμεία του Κιέβου.
Ωστόσο, το σχέδιο ΗΠΑ-Ρωσίας για τον τερματισμό του πολέμου περιλαμβάνει άλλες ιδέες για το μέλλον αυτών των κεφαλαίων που ανέρχονται συνολικά σε περίπου 300 δισ. δολάρια και διακρατούνται ως επί το πλείστον σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με έδρα την Ε.Ε. Μια ρήτρα, του ειρηνευτικού σχεδίου Τραμπ των 28 σημείων, υποδηλώνει ότι μέρος των ρωσικών αποθεματικών θα χρησιμεύσει ως το ισοδύναμο ενός «μπόνους» που θα εισπράξουν οι Ηνωμένες Πολιτείες για την υπογραφή της όποιας συμφωνίας. «Το γεγονός αυτό μπορεί να εξηγήσει το έντονο ενδιαφέρον του Αμερικανού Προέδρου για μια ταχεία επισφράγιση της συμφωνίας με τη Ρωσία» επισημαίνει δηκτικά το Foreign Policy.
Πράγματι, το σχέδιο Τραμπ σκόρπισε την τράπουλα για τους Ευρωπαίους. Η συμφωνία ορίζει ότι οι αμερικανικές εταιρείες θα μοιραστούν 100 δισ. δολάρια από τα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας και η αμερικανική κυβέρνηση θα καρπωθεί το 50% των κερδών αυτής της «επιχείρησης». Είναι ένας όρος που δεν εκπλήσσει όσους παρακολουθούν και αντιλαμβάνονται τη φιλοσοφία πίσω από όλες τις πρόσφατες εμπορικές συμφωνίες των ΗΠΑ με ασιατικές χώρες. Διέπονται σε μεγάλο βαθμό από συναλλακτική λογική, όχι στρατηγική.
Ευρωπαϊκός «αντιπερισπασμός»
Το προτεινόμενο ντιλ περιέχει άλλες δύο οικονομικές ρήτρες που ευνοούν την Ουάσιγκτον και ρίχνουν τους Ευρωπαίους. Πρώτον, τα υπόλοιπα ρωσικά δεσμευμένα κεφάλαια, περίπου 200 δισ. δολάρια, θα χρησιμοποιηθούν για τη σύσταση ενός επενδυτικού ταμείου ΗΠΑ-Ρωσίας. Έτσι, με το που θα πέσουν οι υπογραφές του ειρηνευτικού σχεδίου οι ΗΠΑ θα βρεθούν με συνολικά 300 δισ. δολάρια στα χέρια. Δεύτερον, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να καλύψουν από την τσέπη τους τα άλλα 100 δισ. που θα κοστίσει η ανοικοδόμηση της Ουκρανίας.
Εδώ όμως παίζεται ένα άλλο παιχνίδι. Τα κεφάλαια αυτά είναι για την ώρα σε ευρωπαϊκά χέρια, δηλαδή σε ευρωπαϊκές τράπεζες. Αν οι Ευρωπαίοι κινηθούν γρήγορα και τα κατάσχουν πριν πάνε ως «μπόνους» στην Ουάσιγκτον, πιθανόν βρίσκονται σε καλή θέση για να τινάξουν στον αέρα όλο το σχέδιο του Τραμπ που για αυτούς αντιπροσωπεύει μια κακή και επικίνδυνη συμφωνία όχι μόνο για την Ουκρανία αλλά για όλη την Ευρώπη θεωρώντας ότι επιβραβεύει την πολιτική Πούτιν.
Ο ευρωπαϊκός «αντιπερισπασμός» φαίνεται πως έχει τον χαρακτήρα του επείγοντος. Το Κίεβο χρειάζεται άμεσα μετρητά για να μην καταρρεύσει η οικονομία του καθώς έχει έρθει ο χειμώνας, ο πόλεμος συνεχίζεται, η υποστήριξη από την Ουάσιγκτον μειώνεται και οι ρωσικές δυνάμεις συνεχίζουν να προχωρούν στα μέτωπα. Την περασμένη Πέμπτη ο Πούτιν επιβεβαίωσε ότι στους σχεδιασμούς του περιλαμβάνεται η κατάληψη όλης της περιοχής του Ντονμπάς. «Είτε θα απελευθερώσουμε αυτά τα εδάφη με τη δύναμη των όπλων είτε τα ουκρανικά στρατεύματα θα πρέπει να τα εγκαταλείψουν» διαμήνυσε.
Με την κατάσταση να επιδεινώνεται, «αποκλεισμένη» ουσιαστικά από το διαπραγματευτικό παζάρι Τραμπ-Πούτιν η Ευρωπαϊκή Ένωση ρίχνει στο τραπέζι τον άσο που έχει κρυμμένο στο μανίκι: Να κρατήσει όρθιο το Κιέβο, σε πείσμα της Ουάσιγκτον, δανείζοντάς του δεκάδες δισ. δολάρια με «εγγύηση» τα παγωμένα από τις κυρώσεις ρωσικά περιουσιακά στοιχεία.
Μεγάλο ρίσκο
Σε κάθε περίπτωση το ρίσκο είναι μεγάλο, όπως βέβαια και το διακύβευμα. Αν η Ευρώπη φανεί ότι θα καταλήξει στη γωνία της ρηγμένης πλευράς στο ντιλ Τραμπ-Πούτιν ενώ έχει δώσει τα πάντα για να στηρίξει το Κίεβο, όταν στην Ουάσιγκτον έπνεε ακόμη ο άνεμος της -υπέρ πάντων- υπεράσπισης της φιλελεύθερης τάξης, πολύ πιθανό να αφήσει πίσω της τους δισταγμούς και να ξεκλειδώσει για λογαριασμό της το σεντούκι με τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία. Όπως παρατηρεί το Reuters, η κίνηση αυτή, που αν γίνει θα σημάνει τη μεγαλύτερη τιμωρία που έχει επιβληθεί μέχρι στιγμής στη Ρωσία για τον ουκρανικό πόλεμο, αποτελεί ένα από τα ελάχιστα δυνατά χαρτιά που έχει στα χέρια της η Ευρώπη ούτως ώστε να επηρεάσει και πιθανώς να καθορίσει την έκβαση του αμερικανο-ρωσικού ντιλ.
Ο προφανής παραγκωνισμός της Ε.Ε. και του γαλλο-γερμανικού πυρήνα της από τους σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον για την επόμενη μέρα στο ευρωπαϊκό γεωπολιτικό τερέν δεν μπορεί να γίνει ανεκτός από τις ευρωπαϊκές ελίτ, που επί δεκαετίες θυσίαζαν την αυτονομία του ευρω-εγχειρήματος χάριν του βορειοατλαντισμού.
Οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για ένα τέτοιο παρακινδυνευμένο ποντάρισμα: Ο προϋπολογισμός της Ουκρανίας για τα επόμενα δύο χρόνια δεν βγαίνει. Η μαύρη τρύπα είναι τεράστια. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η εμπόλεμη χώρα αντιμετωπίζει δημοσιονομικό κενό 65 δισ. δολαρίων το 2026-27 εξαιρουμένου του στρατιωτικού εξοπλισμού και των πυρομαχικών που έχει ανάγκη. Ακόμη χειρότερα, δεν έχει «κλειδώσει» ακόμη καμία πηγή χρηματοδότησης. Συνυπολογίζοντας τις στρατιωτικές δαπάνες, το δημοσιονομικό κενό μπορεί να φτάσει τα 155 δισ. δολάρια τα επόμενα δύο χρόνια. Με τις Ηνωμένες Πολιτείες εκτός εξίσωσης και τα προβλεπόμενα εσωτερικά έσοδα να υπολείπονται κατά πολύ της κάλυψης των δαπανών του πολέμου, η Ευρώπη έχει την ευκαιρία να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην περαιτέρω στήριξη της Ουκρανίας για να μην καταρρεύσει οικονομικά.
Το σχέδιο των Ευρωπαίων
Οι Ευρωπαίοι αποφάσισαν να παίξουν σκληρό παιχνίδι χρησιμοποιώντας την ισχύ του -ρωσικού- χρήματος. Αυτό εξηγεί τον μεγάλο εκνευρισμό του Πούτιν τις τελευταίες ημέρες αλλά και την ψυχρότητα του Τραμπ προς τις Βρυξέλλες
Η ευρωπαϊκή διστακτικότητα φαίνεται πως σύντομα θα μετατραπεί σε αποφασιστικότητα, ειδικά αν φανεί ότι το παζάρι Τραμπ-Πούτιν έχει ελπίδες να ευοδωθεί. Αν και το προηγούμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μετέθεσε χρονικά τη σχετική απόφαση, οι λεπτομέρειες του σχεδίου έχουν συμφωνηθεί σε γενικές γραμμές. Η βασική γραμμή κίνησης είναι ότι τα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που διακρατούν αποθεματικά της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας θα τα μεταβιβάσουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κι αυτή στη συνέχεια θα εκδώσει δάνειο πολεμικών επανορθώσεων προς την Ουκρανία ύψους 161 δισ. δολαρίων. Με μια διαφορά: Το δάνειο δεν θα είναι ακριβώς... δάνειο. Το Κίεβο θα είναι υποχρεωμένο να το αποπληρώσει μόνο αν η Μόσχα συμφωνήσει να του καταβάλει πολεμικές αποζημιώσεις.
Είναι ξεκάθαρο ότι οι Ευρωπαίοι αποφάσισαν να παίξουν σκληρό παιχνίδι, όχι τον ρόλο του κομπάρσου, χρησιμοποιώντας την ισχύ του χρήματος. Γαλλία και Γερμανία απέσυραν πρόσφατα το βέτο τους στο σχέδιο ανοίγοντας τον δρόμο για την κατάσχεση των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων εγκαίρως, ώστε να ανοίξει η γραμμή χρηματοδότησης προς το Κίεβο από το επόμενο έτος.
Δηλώσεις Πούτιν
Αυτό εξηγεί και τον μεγάλο εκνευρισμό του Πούτιν τις τελευταίες ημέρες αλλά και τη γενικότερη ψυχρότητα του Τραμπ προς τις Βρυξέλλες. Φαίνεται πως αντιλαμβάνονται και οι δύο, ενδεχομένως ολίγον έκπληκτοι, πως ο παράγοντας που θεωρούσαν «αναπληρωτή» για τον πάγκο είναι ένας ικανός ντριπλαδόρος που μπορεί να ανατρέψει την έκβαση του ματς.
Ενδεικτικά, είναι η πρώτη φορά που ο Πούτιν προειδοποίησε με τόσο ευθύ και ωμό τρόπο τους Ευρωπαίους. «Αν αρχίσουν πόλεμο με τη Ρωσία, η Μόσχα είναι έτοιμη να πολεμήσει». Κι όχι μόνο αυτό. Είναι αποφασισμένη να τους συντρίψει. «Η ήττα των ευρωπαϊκών δυνάμεων θα είναι ολοκληρωτική και απόλυτη, που δεν θα απομείνει καμια τους για να διαπραγματευτεί μια ειρηνευτική συμφωνία».
Η αφήγηση που έχει δημιουργήσει η Ευρώπη για τις απώτερες συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία δεν έχει ως αφετηρία τις επιπτώσεις της σύγκρουσης στον ανθρωπιστικό ή οικονομικό τομέα. Επικεντρώνεται σε μια υπόθεση. Αν ο Πούτιν κερδίσει τον πόλεμο, θα ενθαρρυνθεί να επιτεθεί και σε χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, κάτι που ο ίδιος έχει επανειλημμένα απορρίψει ως ανοησία. Αλλά την προπερασμένη εβδομάδα δεν κατέφυγε σε μια ακόμη τέτοια διάψευση. «Αν η Ευρώπη θέλει ξαφνικά πόλεμο μαζί μας και τον αρχίσει, τότε αυτός ο πόλεμος θα τελειώσει τόσο γρήγορα για την Ευρώπη, που η Ρωσία δεν θα έχει κανέναν να διαπραγματευτεί» τόνισε χαρακτηριστικά. Χρησιμοποιώντας μάλιστα τη ρωσική λέξη για τον «πόλεμο» άφησε να εννοηθεί ότι αυτός που μαίνεται στην Ουκρανία δεν είναι ένας ολοκληρωτικός πόλεμος διότι η Ρωσία ενεργεί εκεί με «χειρουργικό» τρόπο, όμως δεν θα λειτουργήσει έτσι και σε μια ευθεία αντιπαράθεση με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις.

Προς... ναρκοπέδιο
Η ρητορική είναι εμπρηστική. Το μέλλον μοιάζει με ναρκοπέδιο. Πώς είναι δυνατόν να συνυπάρξουν μελλοντικά -νατοϊκή- Ευρώπη και Ρωσία σε μια ήπειρο που οποιαδήποτε αρχιτεκτονική ασφαλείας, διαχρονικά και ιστορικά, περιλαμβάνει αναγκαστικά και τις δύο; Πώς θα αποκατασταθεί ένα μίνιμουμ εμπιστοσύνης και διπλωματικών συνεργειών ώστε να χτιστεί πάλι από την αρχή η μελλοντική δομή ασφάλειας για τον γεωγραφικό χώρο που εκτείνεται από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, αυτόν που κάποτε ο Γκορμπατσόφ αποκαλούσε «το κοινό μας σπίτι»;
Το κρίσιμο αυτό ερώτημα είναι αδύνατο να απαντηθεί, εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα. Υπάρχει άραγε ένα ευρύτερο στρατηγικό σχέδιο ή κάποιοι στρατηγικοί στόχοι πίσω από αυτή την κλιμακούμενη αντιπαράθεση ή μήπως είναι μια περιστασιακή «αψιμαχία» που μπορεί να τελειώσει σύντομα; Πολλοί αναλυτές θέτουν αυτό ακριβώς το είδος της ερώτησης για τη συνολική εικόνα και η σύντομη απάντηση που δίνουν οι περισσότεροι είναι «ναι» - Υπάρχουν ευρύτεροι στρατηγικοί στόχοι πίσω από την αντιπαράθεση Ευρώπης-Ρωσίας, όσο κι αν ορισμένες πτυχές της δείχνουν ότι είναι συγκυριακή. Και επειδή αυτοί οι στόχοι είναι δομικοί και μακροπρόθεσμοι, ένα γρήγορο τέλος φαίνεται ολοένα και πιο απίθανο.
Η σύγκρουση στην Ουκρανία δεν είναι μόνο εδαφική, είναι και στρατηγική. Αυτό αφορά και τις δύο πλευρές, περισσότερο όμως τη Μόσχα. Ο έλεγχος της επιρροής στον μετασοβιετικό χώρο, ο περιορισμός των επιλογών του Κιέβου και άλλων μετασοβιετικών χωρών σε γεωπολιτικό επίπεδο, π.χ., η ένταξη στο ΝΑΤΟ ή στην Ε.Ε., αποτελεί κορυφαίο ζήτημα για τη Ρωσία. Για τους Δυτικούς αναλυτές η ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία αντιπροσωπεύει κάτι περισσότερο από έναν πόλεμο για εδαφικά κέρδη. Είναι ένα εγχείρημα για την αναμόρφωση της ευρύτερης περιφερειακής τάξης υπέρ της Μόσχας.
Σε απάντηση, η Ε.Ε. έχει δρομολογήσει ή αναβιώσει στρατιωτικά σχέδια μακρόπνοης προοπτικής. Η απομάκρυνση από την οπτική του ρεαλισμού, του διαλόγου και της αυτοσυγκράτησης που χαρακτήρισαν εν μέρει την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου εδραιώνοντας ένα σύστημα ισορροπιών και η ταυτόχρονη επαναφορά μιας οιονεί μιλιταριστικής λογικής με έμφαση αυτή τη φορά στη στρατηγική αυτονομία δείχνουν προσανατολισμό στην αποτροπή, όχι στη συνεννόηση.
Η ευρύτερη ατζέντα της Ε.Ε. για την περίοδο 2024-2029 που ορίζει ως προτεραιότητα «μια ισχυρή και ασφαλή Ευρώπη» πιο ικανή να αντιμετωπίζει τις παγκόσμιες απειλές μόνη της με μεγαλύτερη εσωτερική συνοχή και με λιγότερη εξάρτηση από εξωτερικές δυνάμεις φωτογραφίζει μια προσέγγιση δυναμικής χειραφέτησης.
Μια νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας σημαίνει ότι και οι δύο πλευρές θα πρέπει να αναθεωρήσουν την οπτική και τα σχέδιά τους, να αναγνωρίσουν τους αμοιβαίους κινδύνους και να αποδεχθούν θεμιτές επιδιώξεις η μία της άλλης. Όμως κάτι τέτοιο δεν φαίνεται καθόλου εύκολο για την ώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια